- αειζωία
- ἀειζωία, η (AM)[ἀείζωος](στην εκκλ. γλώσσα) αιώνια, ατελεύτητη ζωή, αθανασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀειζωία — ἀειζωίᾱ , ἀειζωία everlasting life fem nom/voc/acc dual ἀειζωίᾱ , ἀειζωία everlasting life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειζωίας — ἀειζωίᾱς , ἀειζωία everlasting life fem acc pl ἀειζωίᾱς , ἀειζωία everlasting life fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειζωίαν — ἀειζωίᾱν , ἀειζωία everlasting life fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αείζωος — ἀείζωος, ον και συνηρ. ζως, ων (AM) αυτός που ζει, που υπάρχει αιώνια, αθάνατος, άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος αρχ. 1. (για φυτά) αειθαλής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀείζωον γένος φυτών που ταυτίζεται με το σημερινό γένος Σεμπερβίβο (Sempervivum) ἀείζωον … Dictionary of Greek
αειζωότης — ἀειζωότης ( ότητος), η (Α) [ἀείζωος] η αειζωία* … Dictionary of Greek